- βομβητής
- ο (Α βομβητής) [βομβώ]νεοελλ.1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμααρχ.αυτός που παράγει βόμβο.
Dictionary of Greek. 2013.